Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ ἀπολαυστικά

См. также в других словарях:

  • ἀπολαυστικά — ἀπολαυστικός devoted to enjoyment neut nom/voc/acc pl ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc/acc dual ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυστικάς — ἀπολαυστικά̱ς , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκρας, Γκίντερ — (Gόnter Grass, Ντάντσιχ 1927 –).Γερμανός γλύπτης, χαράκτης και συγγραφέας. Αρχικά εργάστηκε ως λιθοξόος και αργότερα σπούδασε γλυπτική. Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά και διέπρεψε μεταξύ των νέων συγγραφέων της Ομάδας 47. Το 1955 δημοσίευσε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»